- συγκαταστάσεως
- συγκαταστάσεω̆ς , συγκατάστασιςa falling in with so as to fightfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατάστασις — άσεως, ἡ, Α [συγκαθίσταμαι] 1. εχθρική συνάντηση και σύγκρουση («τοὺς μὲν ἐκ τῆς συγκαταστάσεως ἡττηθέντας μὴ πλείους εἶναι πεντακοσίων», Πολ.) 2. μάχη με θηρία … Dictionary of Greek